ἐποιέετο

ἐποιέετο
ποιέω
make
imperf ind mp 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …   Dictionary of Greek

  • πρόχυσις — ύσεως, ἡ, Α [προχέω] 1. ροή προς τα εμπρός, έκχυση («οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο», Ηρόδ.) 2. συγκέντρωση ιλύος, λάσπης, έδαφος που σχηματίστηκε από πρόσχωση (α. «πρόχυσιν ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ύπό τοῡ ποταμοῡ», Ηρόδ. β. «πρόχυσις… …   Dictionary of Greek

  • στρατεία — και ιων. τ. στρατηΐη, ἡ, Α [στρατεύω] 1. εκστρατεία («ἐποιέετο στρατηΐην ἐς Καππαδοκίην», Ηρόδ.) 2. στρατοπέδευση 3. στράτευση 4. στρατιωτική αγωγή 5. στρατιωτικό υπούργημα, αξίωμα 6. σπαν. στρατιά 7. στον πληθ. αἱ στρατεῑαι ο πόλεμος 8. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”